- συμπλακέντες
- συμπλέκωtwineaor part pass masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
обѧзатисѧ — ОБѦ|ЗАТИСѦ1 (8), ЖОУСѦ, ЖЕТЬСѦ, гл. 1.Связать, опутать себя чем л. Перен.: и обѧзавъшюмѹсѧ симь житиѥмь. бѣдьно тешти на нб҃са. (οἱ συμπλακέντες τῷ βίῳ) Изб 1076, 78 об.; добро ѹбо ѥсть... не примѣшатисѧ ихъ [женских бесед] да не ѡбѧзавъшесѧ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
συμπλέκω — ΝΜΑ [πλέκω] 1. πλέκω κάτι μαζί με κάτι άλλο, σχηματίζω σύμπλεγμα (α. «συμπλέκω τα χέρια μου» β.«τῷ δὲ νικῶντι σταχύων δρεπομένην... συμπλέκειν στέφανον», Πλούτ.) 2. συνδέω, συνενώνω 3. μέσ. συμπλέκομαι α) συναποτελώ σύμπλεγμα β) έρχομαι στα χέρια … Dictionary of Greek